- ῥαβδεύομαι
- ῥαβδεύομαι,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραβδεύομαι — Α [ῥάβδος] (αποθ.) (για ψάρι) συλλαμβάνω μικρά ψάρια με τα ραβδία, δηλαδή με τους μικρούς πλοκάμους τού στόματός μου … Dictionary of Greek